- ἐπιρρωγολογέομαι
- ἐπιρρωγολογέομαι, ([etym.] ῥώξ, ῥάξ)A glean grapes off the vines, LXX 4 Ma. 2.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιρρωγολογούμενος — ἐπιρρωγολογέομαι glean grapes off pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)